1 επιφοινισσω
(τινὰ ὑπέρλευκον Luc.)
διαπλέων τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσοντος ἐρυθήματος Plut. — с ярким румянцем на лице
Древнегреческо-русский словарь > επιφοινισσω